- οκτάδιον
- ὀκτάδιον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «καλάθιον πρὸς όρνιθάρια».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με ὀκτάς, -άδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκτάδιον — bird cage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)